13 Φεβρουαρίου, 2025
Αθήνα, Ελλάδα
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Το κυβερνοέγκλημα εκσυγχρονίζεται, οι θεσμοί αντιμετώπισής του όμως;

Η αυξητική τάση της χρήσης του διαδικτύου μετατόπισε σημαντικό μέρος της καθημερινότητας μας από το πραγματικό στο εικονικό περιβάλλον. Ένα περιβάλλον ιδιαίτερα πολύπλοκο και αβέβαιο, αφού απαρτίζεται και επηρεάζεται από πληθώρα παραγόντων όπως οι επιμέρους δείκτες εξέλιξης των τεχνολογιών αλλά και των θεσμικών δεδομένων που συνδέονται με τόπους και χρόνους διαφορετικούς.

Γράφει ο κ. Παπαπροδρόμου Γεώργιος στο synenas.gr

Οι τεχνολογίες από μόνες τους εξυπηρετούν μεταξύ άλλων και οικονομικούς σκοπούς και στόχους, συνεισφέροντας στην δημιουργία της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας. Το χαρακτηριστικό αυτό αλλά και την οικονομική σπουδαιότητα των ΤΠΕ και του Διαδικτύου, βρήκαν ως μια «χρυσή ευκαιρία» οι εκφραστές του σοβαρού οργανωμένου εγκλήματος με την διάπραξη ποικιλόμορφων κυβερνοεγκληματων μεταξύ των οποίων σημαντικότατη θέση έχει η κυβερνοαπάτη. 

Απάτες με θύματα φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα (εταιρείες και οργανισμούς) αποφέρουν τεράστια χρηματικά ποσά στους κυβερνοδράστες που είναι κυρίως μικρές εγκληματικές ομάδες, οι οποίες μελετούν τα κενά και τις χαραμάδες των νομικών συστημάτων όλων των χωρών, επιλέγοντας εκείνες τις χώρες με τις πιο ευάλωτες θεσμικές δομές και υποδομές. 

Ως ευάλωτα χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα ευκαιρίες για τους δράστες αποτελούν οι διαδικασίες διερεύνησης των κυβερνοεγκλημάτων (πόσο πιο πολύπλοκες και χρονοβόρες), το πλαίσιο διακίνησης των κερδών από τις εγκληματικές δραστηριότητες [το τραπεζικό απόρρητο ή «άβατο» όπως διαμορφώθηκε από το ΝΔ 1059/1971, η χρήση μορφών κρυπτοχρήματος (κι όχι ο όρος που έχει εσφαλμένα επικρατήσει κρυπτονομίσματος).

Με τα δεδομένα αυτά ας δούμε στην χώρα μας τι ακριβώς ισχύει. Σε θεσμικό -νομικό επίπεδο η κυβερνοαπάτη είναι μια πράξη πλημμεληματικού χαρακτήρα (επισύροντας ποινή φυλάκισης) και υπό προϋποθέσεις κακουργηματικού χαρακτήρα (επισύροντας ποινής κάθειρξης δηλ. στερητική της ελευθερίας ποινή από πέντε έως δέκα χρόνια), σύμφωνα με τον ποινικό μας κώδικα που πρόσφατα τροποποιήθηκε (ενδεικτικά τα άρθρα 386, 387, 377,381). Ταυτόχρονα για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας απαιτείται έγκληση, η οποία σε προηγούμενη χρονική στιγμή δεν ήταν απαραίτητη καθόσον το αδίκημα ήταν αυτεπάγγελτο. Αυτό σε συνδυασμό με την αρνητική ψυχολογία – προδιάθεση για καταγγελία των απατών από πλευράς θυμάτων (με το σκεπτικό ποιος μπλέκει τώρα σε  χρονοβόρες γραφειοκρατικές νομικές διαδικασίες για λίγα ευρώ και με πολλές αναβολές σε επίπεδο εκδίκασης) διευκολύνει το οργανωμένο έγκλημα και όχι τα εξαπατηθέντα θύματα. 

Για αυτό και επιβάλλεται το αδίκημα να είναι αυτεπάγγελτο και να ασχολείται με αυτό συγκεκριμένη μόνο αρχή. Το γεγονός αυτό αποτελεί «αχίλλειο πτέρνα» για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κυβερνοαπάτης καθόσον οι δράστες του κυβερνοχώρου επιλέγουν την κατακερματισμένη λογική διάπραξης των απατών χτυπώντας μεγάλο αριθμό θυμάτων-χρηστών του διαδικτύου και εκμεταλλευόμενοι την απουσία σχετικών ψηφιακών και όχι μόνο δεξιοτήτων (digital skills).

Παράλληλα, η απουσία εξειδίκευσης των αρχών επιβολής του νόμου και κυρίως των δικαστικών λειτουργών σε συνδυασμό με το ξεπερασμένο οργανόγραμμα (σε μια χώρα με πενήντα δύο (52) περιφερειακές διοικητικές δομές (πρώην νομοί) υφίστανται εξήντα τρεις εισαγγελικές αρχές, δίχως να υπάρχει μια ενιαία για όλη τη χώρα ευέλικτη και αποτελεσματικότερη δικαστική υποδομή, η οποία να αξιοποιεί στο μέγιστο τις ΤΠΕ. 

Επίσης, η υποστελέχωση των ειδικών υπηρεσιών, με δεδομένα τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, τα οποία δεν επέτρεψαν την πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού αλλά και την καλύτερη αξιοποίηση υπάρχοντος στελεχιακού δυναμικού (με την χαρακτηριστική ανισομέρεια κατανομής στις υπηρεσίες αιχμής που εξυπηρετούν κατ’ ουσίαν τον πολίτη και όχι κάποιες «ελίτ εσωτερικών ισορροπιών») έχει φέρει σε δύσκολη θέση τις υπηρεσίες που χειρίζονται τις συγκεκριμένες καταγγελίες. 

Οι υπηρεσίες αυτές καλούνται να προβούν σε επιτακτικές ενέργειες που έχουν σχέση με την άμεση αξιοποίηση των αποδεικτικών στοιχείων (e-evidence) όπως το αρμόδιο τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών και την ανταλλαγή πληροφοριών (όπως η ΔΔΑΣ, ΔΙΔΑΠ, κα), σε επίπεδο διεθνούς συνεργασίας αρχών επιβολής του νόμου (Europol – Interpol), σε επίπεδο δικαστικής και διοικητικής συνεργασίας (Eurojust, Council of Europe, European Union), και σε επίπεδο φορέων του ιδιωτικού τομέα (παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου, (ISPs) και άλλων φορέων όπως οι γνωστές μεγάλες πλατφόρμες κα). 

Τα πρόσφατα γεγονότα με απάτες ευρείας κλίμακας στο διαδίκτυο υπενθυμίζουν στους λήπτες των πολιτικών αποφάσεων ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα. Μια καλή αρχή αποτελεί η αναβαθμισμένη δυνατότητα για online καταγγελία από την κεντρική πύλη πλατφόρμα του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία θα πρέπει να διευρύνει και τις περιπτώσεις των αδικημάτων που θα μπορεί ο κάθε πολίτης να καταγγείλει.

Ο βαθμός προτεραιοποίησης της δημιουργίας και ενίσχυσης των υποδομών αντιμετώπισης του 1 Ενδεικτικά άρθρα 8, 27, 30 παρ. 22, 31 ΠΔ 178/2014 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα κυβερνοεγκλήματος σε συνδυασμό με την μη κατασταλτική αλλά σημαντικότατη διάσταση πρόληψης ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης όλων των πολιτών από πλευράς κυβερνοασφάλειας, καθορίζει και την πορεία που η χώρα μας θέλει να ακολουθήσει σε εποχή μετασχηματισμού της ψηφιακή και όχι μόνο.

*Ο Γιώργος Παπαπροδρόμου είναι Υποστράτηγος ε.α (πρώην διευθυντής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος), Πτυχιούχος Νομικής ΑΠΘ, Ειδικός σε θέματα αντιμετώπισης Κυβερνοεγκλήματος.

Leave feedback about this

  • Quality
  • Price
  • Service

PROS

+
Add Field

CONS

+
Add Field
Choose Image
Choose Video
X